Καλησπέρα σας!
Οραματιζόμενος μια νέα ενότητα που θα αφορούσε παίκτες του παρελθόντος που αγαπήσαμε και ταυτιστήκαμε, ανακάλυπτα πάντοτε μια έλξη προς όλους εκείνους που αποτελούσαν τους low profile αγωνιστές της ερυθρόλευκης φανέλας. Υπάρχουν αρκετοί για μελλοντικά αφιερώματα.
Μόνο ένας όμως, συνδυάζει το αρχετυπικό δείγμα του αυθεντικού Γαύρου. Εκείνου του τύπου που γαλουχηθήκαμε στη δεκαετία του 90 και όσων είχαμε για πρότυπο τον Αργύρη Καμπούρη στη συνείδησή μας. Του ασυμβίβαστου, του τσαμπουκά, του παθιασμένου, του αλτρουϊστή, του απόλυτου αρχηγού.
Του Γιώργου Σιγάλα.
Το αφιέρωμα έχει πλήρως επιμεληθεί ο Σάββας.
Dan Hill – It’s a Long Road
Ξεκινώντας για να γράψω ένα αφιέρωμα για τον Γιώργο Σιγάλα, αναρωτήθηκα γιατί ήταν τόσο σημαντικός για την ομάδα, αλλά και για εμένα προσωπικά.
Γιατί αγαπήθηκε τόσο από εμάς;
Επειδή ήταν ένας από εμάς.
Επειδή δεν πούλησε ολυμπιακοφροσύνη και γιατί στα δικά μου τουλάχιστον μάτια (και μυαλό), παρέμεινε ένας από εμάς. Ο Σιγάλας ήταν ο Ράμπο του Ολυμπιακού.
Ήταν η πραγματική έννοια του παίκτη εργάτη, του παίκτη χαμάλη πολυτελείας. Κάθε φορά στο μυαλό μου, έρχεται ανεπαίσθητα η σύγκριση με οπουδήποτε παίκτη που ταυτίζεται η πωρώνεται όταν παίζει με την ομάδα.
Μην είναι ο Παπανικολάου (ο νέος και όχι ο πρώην) ο νέος Σιγάλας;
Μήπως ήταν ο Χάκετ ή ο Ντε Μιγκέλ;
O Σιγάλας πάντοτε έδινε το παράδειγμα, το όνομα του ταυτίστηκε με την ιώβεια υπομονή.
Ποιος ξεχνά το περιστατικό με τον Ξανθό και το μπουκάλι…
Σε μια στιγμή έντασης ο Σιγάλας, σαν αποδιοπομπαίος τράγος, δέχτηκε απρόσκλητος, το ράπισμα ενός μπουκαλιού, που βρήκε εύκαιρο ο Ιωαννίδης μπροστά του… Και όμως δεν αντέδρασε σχεδόν καθόλου σε αυτήν την αρνητική πρόκληση-πρόσκληση του, Νεάντερνταλ σε τέτοιες αντιδράσεις, Ιωαννίδη. Στωικά δέχτηκε τα νεύρα και το ξέσπασμα της στιγμής σε εκείνο το αλησμόνητο παιχνίδι στην Ιταλία με την Μπένετον.
Αυτός ήταν ο Σιγάλας. Ένας απόλυτος στρατιώτης, ένας αριθμός. Ο αριθμός 5 με την κόκκινη φανέλα.
Ο Γιώργος Σιγάλας είναι γεννημένος στην Αθήνα στις 31 Ιουλίου 1971, έχει ύψος 2,01 μ και αγωνιζόταν στις θέσεις του σούτινγκ γκαρντ και του σμολ φόργουορντ. Ξεκίνησε σε μικρή ηλικία και ανδρώθηκε στα τμήματα του Ολυμπιακού. Την περίοδο 89-90 παραχωρήθηκε δανεικός στην ομάδα του Παπάγου. Την επομένη όμως ξαναγύρισε και διέπρεψε με την ερυθρόλευκη.
Με τον ομάδα μας κατέκτησε πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα από το 1993 ως το 1997, δύο κύπελλα (1993, 1997) και το 1997 το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στη Ρώμη.
Μάλιστα την περίοδο 1996 ήταν ο πολυτιμότερος παίκτης στην Α1.
Ο παίκτης δυστυχώς δεν έμεινε στον Ολυμπιακό μέχρι το τέλος της καριέρας του και δεν κατάφερε να προσφέρει όλα όσα θα μπορούσε… Έγινε ένας γυρολόγος των ευρωπαϊκών και όχι μόνο γηπέδων.
Επτά ομάδες ήταν ο απολογισμός του: Στεφανέλ Μιλάνο, Άρης Θεσσαλονίκης, ΠΑΟΚ, Γρανάδα, Ρέτζο Καλάμπρια, Μακεδονικός, Πανιώνιος. Ενώ και στην εθνική αποτέλεσε βασικό στέλεχος με πληθώρα διακρίσεων, χωρίς όμως να κατακτήσει ένα μετάλλιο σε μεγάλη διοργάνωση.
O Σιγάλας ήταν ένας παίκτης που σου άφηνε την αίσθηση του ατάλαντου, του παίκτη που κάνει τα μικρά πραγματάκια και αυτά στο όριο της βάσης. Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησε κάπως έτσι.
Δεν ήταν ποτέ ο φαντεζί παίκτης και δεν περίμενες από αυτόν να σκοράρει 40 πόντους. Όμως υπήρξαν βραδιές που σκόραρε ασταμάτητα, όπως με την Εθνική για την 5η θέση στην Ολυμπιάδα του 2004, με 35 πόντους και 7 τρίποντα. Μάλιστα, στην Εθνική είχε μέσο όρο πάνω από 10 πόντους στην καριέρα του.
Δεν επεδίωκε την προσωπική του προβολή, δεν αποσκοπούσε στην στατιστική του αριθμολαγνεία, αλλά στην ομαδική παρουσία και επιτυχία. Ήταν ένας αμυντικός ογκόλιθος, ένας σπεσιαλίστας των ειδικών αποστολών, που πάντα είχε κίνητρο να εκμηδενίσει τον καλύτερο επιθετικό της αντίπαλης ομάδας.
Η μοναδική ενέργεια που έδινε στην ομάδα, ήταν ένας από τους παράγοντες της απόλυτης επιτυχίας, της τότε κυριαρχίας μας, κατά τη χρυσή πενταετία.
Δεν τον μνημονεύω και θυμάμαι σαν κάποιον εξαιρετικό που έκανε τη διαφορά ατομικά, αλλά μέσα από την ομαδική δουλειά ένιωθε πολύτιμος και πρόσφερε τα μέγιστα.
Για αυτό τον λόγο παραμένει στο μυαλό μου μοναδικός. Γιατί έκανε τα απλά να φαίνονται σημαντικά. Σαν το buzzer beater στην Μπανταλόνα…
Όπως τότε που σήκωνε το Κύπελλο στα χέρια του και φώναζε το πρώτο, υπονοώντας ότι θα ακολουθήσουν και τα άλλα δύο. Οι κοκορομαχίες με τον Αλβέρτη. Το ”Έλα αγόρι μου!” στον κακόμοιρο Γκαγκαλούδη.
Η βολή που έπρεπε να στείλει στο σίδερο στο ματς με το Πουέρτο Ρίκο, στο παιχνίδι της Εθνικής στο Μουντομπάσκετ του ’94 στον Καναδά. Ο Σιγάλας έστειλε την μπάλα στο ταμπλό, αλλά εκείνη κατέληξε μέσα.
“Η βολή είναι ζήτημα συνήθειας. Αν συνηθίσεις να τις βάζεις, δύσκολα αστοχείς. Μου φωνάζει ο συγχωρεμένος ο Δενδρινός από τον πάγκο, ”Γιώργο έξω”. Προσπαθώ να βρω ταμπλό και στεφάνι, μπαίνει όμως η μπάλα και επικρατεί πλήρης απογοήτευση. Κακώς όπως αποδείχτηκε μετά, με τη νίκη της Κίνας επί της Ισπανίας”.
Το κεφάλαιο ΝΒΑ: New York Knicks (1994)
Ο Σιγάλας ταξίδεψε το επόμενο καλοκαίρι στην Αμερική και ήταν έτοιμος να υπογράψει ως free agent. Το πρώτο λοκ-άουτ στην ιστορία του ΝΒΑ είχε άλλα σχέδια.
“Έμεινα στην Αμερική δεκαπέντε μέρες. Ήταν το καλοκαίρι του ’95. Πήγα στο Georgetown, έκανα πάσες και σουτ με τον Iverson όταν είχε ήδη τη φήμη του πιο γρήγορου παίκτη με την μπάλα. Εκεί με είχε αναλάβει άτυπα o Charles Smith (σ.σ. Αμερικάνος που μετά πέρασε από τον Ηρακλή), που ήταν παιδί της γειτονιάς. Θα επέστρεφα για το veteran camp λίγες μέρες μετά και θα υπέγραφα προσυμφωνητικό. Οι Knicks μου είχαν κλείσει και διαφήμιση με εταιρία αθλητικών ειδών για να συμπληρωθεί το συμβόλαιο. Ήταν οργανωμένο το σχέδιο, αλλά μας τα χάλασε το λοκ-άουτ. Την επόμενη χρονιά δεν μπορούσαν να μου προσφέρουν τα ίδια χρήματα, γιατί είχαν ανανεώσει τον Starks και τον Ewing, οπότε θα έπαιρνα το μίνιμουμ”.
Το χρονικό του Διαζυγίου
Ο Σιγάλας πρόσφερε τα μέγιστα τη χρυσή περίοδο της πενταετίας και της κυριαρχίας εντός των τειχών. Ήταν παρών και στις χαρές και στις λύπες και βοήθησε τα μέγιστα. Δυστυχώς, μιας και η ομάδα μας έχει παράδοση στο να τρώει τα παιδιά της, φτάνει η στιγμή της αποκαθήλωσης του παίκτη.
Τα προεόρτια ξεκινούν μεσούσης της περιόδου (1997) που ο παίκτης ζητάει αναπροσαρμογή (τι μας θυμίζει άραγε…), αμειβόμενος με 52 εκατομμύρια (ναι, τότε δεν υπήρχαν ευρώ) δραχμές.
Η διοίκηση συμφωνεί, αλλά διεκδικεί και υπογραφή νέου τριετούς συμβολαίου με αυξημένες αποδοχές.
Ο Σιγάλας δεν τη δέχεται και μάλιστα αναφέρει ότι πότε δεν του έγινε πρόταση. Μέσα σε όλα αυτά, προσθέστε και τις τριβές με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς και σιγά-σιγά ξεκινά το χρονικό ενός προαναγγελθέντος χωρισμού.
Τελειώνοντας την πιο επιτυχημένη χρόνια της ομάδας από την δημιουργία της, ο Σιγάλας ανακοινώνει εκτός των άλλων, ότι θέλει να δοκιμαστεί στο καμπ των Knicks και αφού προηγείται το Ευρωμπάσκετ. Η αρχή του τέλους φτάνει και, ενώ η διοίκηση κάνει την ύστατη προσπάθεια, ο Σιγάλας ανακοινώνει την μεταγραφή του στην Στεφανέλ. Ο παίκτης αναφέρει ότι ουδείς ασχολήθηκε μαζί του και δεν μπορούσε να περιμένει επ’ αόριστον. Η ιταλική ομάδα έθεσε τελεσίγραφο και ένα μεγάλο κεφάλαιο, έκλεισε άδοξα.
Όσο για τον Ολυμπιακό;
Ανεπισήμως, ισχυρίζεται ότι ο Σιγάλας δεν ήθελε να μείνει και υπέγραψε πριν συναντηθεί με τη διοίκηση και απορρίψει την πρότασή της (κάτι από το προσεχές μέλλον δηλαδή.). Όπως και να’ χει, και οι δύο πλευρές θα ζημιωθούν για διαφορετικούς λόγους.
Θα παίξει άλλα δέκα χρόνια και θα αποσυρθεί.
Το Τέλος
Κοντά του σε αυτόν τον αποχαιρετισμό, ο πνευματικός του πατέρας, Γιάννης Ιωαννίδης. Πότε δεν έχει αρνηθεί ότι ο Ξανθός, είχε την μεγαλύτερη επιρροή στην καριέρα του.
“Μιλάμε ακόμα, έχουμε καλή επαφή. Του είπα δύο φορές ότι έκανε μεγάλο λάθος που άφησε το μπάσκετ για την πολιτική. Θα μπορούσε να είναι το νούμερο ένα για πολλά χρόνια, να πάρει τίτλους, χρήματα και να δημιουργήσει μια σειρά μετά από αυτόν.”
Δίπλα στον Ξανθό, στον μπασκετικό του μέντορα, έβαλε τίτλους τέλους. O Γιώργος Σιγάλας δεν αξιώθηκε να τελειώσει την καριέρα του στην ομάδα μας.
Δεν του δόθηκε η ευκαιρία; Δεν ήθελε να γυρίσει ο ίδιος;
“Καλώς ή κακώς, η πραγματικότητα στον επαγγελματικό αθλητισμό λέει ότι πρέπει να προστατέψεις τον εαυτό σου. Χάθηκε όλος ο ρομαντισμός. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα φύγω από τον Ολυμπιακό. Ήμουν Ολυμπιακός, γεννήθηκα μες στη λέσχη, γι’ αυτό μου κόστισε ίσως. Αν υπήρχε παράπονο, θα έπρεπε να μου το πουν. Δεν γίνεται στα καλύτερα μου χρόνια, MVP του πρωταθλήματος και συνέχεια στις εθνικές ομάδες, να υπάρχει παράπονο. Γράφτηκαν διάφορα, ότι είχα κλείσει στην ΑΕΚ με 1 δισ. δραχμές και με έβριζαν όλοι. Αποδείχτηκε ότι το μυαλό μου ήταν στον Ολυμπιακό”.