[Το κείμενο δεν παίρνει υπόψη πιθανή οικονομική στενότητα των ιδιοκτητών της ομάδος και ως εκ τούτου θα πρέπει να διαβαστεί υπό την οπτική ότι χρήματα υπάρχουν, καθότι αν δεν υπάρχουν χρήματα, δεν έχει νόημα να συζητάμε για τίποτε]
Led Zeppelin – Communication Breakdown (Live)
Α] Το πρώτο ματς που είδα ολόκληρο ήταν αυτό με την Εφές, στο οποίο ο Τουπάν προερχόταν από τον τραυματισμό του και το οποίο έκρινε με την εκτελεστική του αποτελεσματικότητα έξω από τη γραμμή των 6,75. Είπα, μα τι παιχταράς είναι αυτός – δλδ δεν είπα ακριβώς αυτό, καθώς εμείς που βλέπαμε από πιο παλιά τον Ολυμπιακό μάλλον είναι λίγο δύσκολο να πούμε εύκολα τι παιχταράς είναι ο δείνα όταν έχεις δει λχ τον Έντι Τζόνσον.
Β] Μετά, για να έλθουμε στο τώρα, με όλη αυτή την υπερ-παροχή πληροφοριών, περί παιχτών που παίζουν με μειωμένη απόδοση για να φάνε τον Μπλατ, με οφειλόμενα, με Μαρινάκη έτοιμο να μπει στην ΚΑΕ, με, με, με, ων ουκ έστιν αριθμός, αποφασίζω ότι βρίσκομαι στα μαύρα τα σκοτάδια, ότι από αυτό τον ιστό (παρα)πληροφόρησης, διπλών και τριπλών ρόλων κλπ δεν μπορώ να ξεφύγω και αρχίζω να σκέφτομαι:
Τι κοινό μπορεί να ενώνει όλες αυτές τις διαφορετικές εκδοχές της άνευ προηγουμένου κατάρρευσης; – και αν μπορεί αυτό το κοινό χαρακτηριστικό να βρεθεί με κάποιον τρόπο.
Α] Θυμάμαι, στο ματς με τη Μπασκόνια, τι έκανε ο Παπανικολάου για να κερδηθεί, τι εαυτόν υπερέβαλε ας πούμε και αναρωτιέμαι αν δικαιωματικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην ουσία γύρισε μόνος του ένα χαμένο παιχνίδι κλπ. Πραγματικά τρομερή εμφάνιση, αν και το πραγματικά τρομερή εμφάνιση δύσκολο να το πεις όταν έχεις δει παιχνίδια του ανθρώπου-ορχήστρα Ζάρκο.
Β] Αυτό που λέμε ατομισμός, το να κοιτάζει ο καθένας την πάρτη του, τι είναι ακριβώς; Κάνω την ερώτηση στον εαυτό μου, φυσικά στο επίπεδο της επαγγελματικής ζωής. Το να κοιτάζεις την πάρτη σου, μήπως τελικά δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου πρωτόγονου ενστίκτου, αλλά απλώς απογοήτευσης; (Ειδικά για την Ελλάδα, ας πούμε, οποιονδήποτε ιδιοκτήτη επιχείρησης και αν ρωτήσεις θα σου πει να μη συνεργάζεσαι με άλλον, το πιθανότερο είναι να σκοτωθείτε!). Δλδ θα πρέπει να έχω ενοχές επειδή κοιτάζω την πάρτη μου ενώ γνωρίζω (ή πιστεύω πως έχω δίκιο ισχυριζόμενος ότι γνωρίζω) ότι κανείς δεν θα με καταλάβει;
Α] Θυμάμαι τι διθυραμβικά άρθρα γράφονται για τον Λε Νταίη μετά από την εμφάνισή του με τη Μπούντουσνοστ, αν δεν κάνω λάθος. Δεν έχω δει το ματς, αλλά και μόνο τόση αποθέωση λες, ώπα κάπου ρε φίλε, α) Μπούντουσνοστ, β) υπάρχει κάποια διάρκεια σε αυτό; Να δούμε μήπως και τα επόμενα ματς;
Β] Έχω υπόψη μου δύο κομμάτια, τα οποία μου έρχονται σχεδόν άμεσα στο μυαλό, σκεπτόμενος την ατομικιστική (μου;) διάθεση και τη μη διάθεση συνεργασίας (που με διέπει;). Το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι το Communication Breakdown των Led Zeppelin (το οποίο βέβαια απ’ όσο είδα μετά αφορά σε γυναίκα, όχι πάντως σε
επαγγελματικά εγχειρήματα) και το άλλο το απαράμιλλο εκείνο Life In Still Water (με το απαράμιλλο You get tired of screaming when you ‘re not reaching anyone) των FW.
Το δεύτερο βέβαια μου κάνει λίγο ηττοπαθές ή μοιρολατρικό, προτιμώ την αποστασιοποίηση του πρώτου.
Μα τι σχέση έχουν όλα αυτά;
Ας συγκλίνουν οι γραμμές Α-Β…
Κάποια στιγμή, στα σχόλια στο Rediscussion, σε συνομιλία δεν θυμάμαι με ποιον, ο φίλος Silent Arrow είχε γράψει
-“Δεν περίμενα να αναφερθεί ο Wittgenstein!”
Ο Wittgenstein ήταν ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Ανάμεσα σε άλλα, υπήρξε ο επινοητής της έκφρασης Language Game – Γλωσσικό Παιχνίδι. Με λίγα λόγια, θεωρεί ότι σε κάθε τομέα η γλώσσα έχει κάποια στοιχεία που της προσδίδουν ιδιαιτερότητα και τα οποία οι συμμετέχοντες στον τομέα τα ενστερνίζονται και μοιάζει σαν να συμμετέχουν σε ένα γλωσσικό παιχνίδι – χωρίς να έχω εμβαθύνει ιδιαίτερα νομίζω ότι δύσκολα κάποιος θα επιβίωνε στον στρατό αν δεν χρησιμοποιούσε την αργκό του (αυτό βέβαια αποτελεί ένα πολύ επιφανειακό αλλά τουλάχιστον ιδιαίτερα γλαφυρό παράδειγμα).
Αν θεωρήσουμε – το θεωρώ, αυθαίρετα – ότι ο μπασκετικός Ολυμπιακός αποτελεί ένα γλωσσικό παιχνίδι το οποίο έχει αρκετούς παίχτες (από τους παράγοντες, οι οποίοι ως άλλο ιερατείο θα χρησιμοποιήσουν πιο μυστικιστικά το παιχνίδι ως τους φιλάθλους οι οποίοι θα θελήσουν απλώς κάποιον να τους επικοινωνήσει την πληροφορία για να γνωρίσουν τι είδους παιχνίδι θα περιμένουν αυτή τη φορά – ελπίζοντας φυσικά να πουν I love this (language) game), μπορούμε να πούμε ότι η επιτυχία του παιχνιδιού εν πολλοίς εξαρτάται από την άρτια επικοινωνία όλων αυτών των μερών, ακόμη και των πιο έμμεσα εμπλεκομένων, όπως των φιλάθλων (θυμάται κανείς εκείνο το Ο Ολυμπιακός δεν διοικείται μέσα από Social Media, για παράδειγμα, που μάλλον σηματοδοτεί ένα κενό, ας πούμε, επικοινωνίας).
Πιο απλά, η άρτια λειτουργία του γλωσσικού παιχνιδιού είναι άμεσα συνυφασμένη με την άρτια επικοινωνία των μερών του. Για να μην υπάρξει communication breakdown θα πρέπει να γίνει η σοφή χρήση του λόγου ή η χρήση του λόγου να είναι κατάλληλη για τις περιστάσεις. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι (άπειροι νομίζω) για να αποφευχθεί τοcommunication breakdown, όπως και σε οποιοδήποτε παιχνίδι, και σε αυτό καθείς μπορεί να καταθέσει την άποψή του, εγώ ενδεικτικά αναφέρω δύο (οι συνδυασμοί μη επικοινωνίας είναι αντίστοιχοι των συνδυασμών της χρήσης της γλώσσας, δλδ άπειροι).
Σοφή χρήση του λόγου έχουμε στην περίπτωση λ.χ. που η στελέχωση της ομάδας θα γίνει, την εποχή που γίνεται η στελέχωση μίας ομάδας, με τα σωστά υλικά ώστε να θωρακιστεί η ομιλία, ας πούμε, της ομάδας κατά τη διάρκεια της περιόδου που χρειάζεται να μιλήσει μέσα στο γήπεδο – πολλοί στο συγκεκριμένο blog θυμάμαι να έχουν καταθέσει την άποψή τους περί άνισης στελέχωσης της ομάδας και περί ανάγκης δύο προσθηκών στις κατάλληλες θέσεις κλπ. Όλοι το θυμόμαστε, αλλά η Κασσάνδρα αυτό το πρόβλημα είχε, ενώ είχε δίκιο κανείς δεν την πίστευε (ερώτηση διαχειριστή: Πίστευαν περισσότερο την Πυθεία;).
Χρήση του λόγου που είναι κατάλληλη για τις περιστάσεις λχ έχουμε, όταν ο λόγος που έχει δημιουργηθεί θα ανταποκριθεί στην περίσταση. Πράγματι, στο πρώτο μέρος της σεζόν ο Μπλατ, κύριος εκφραστής του λόγου με φερέφωνα τους παίχτες του, κατόρθωσε να αρθρώσει στο παιχνίδι μία αρκετά συμπαθητική ποιότητα έκφρασης που οδήγησε και την ομάδα σε μία θέση στην κατάταξη που της έδινε ελπίδες ακόμη και για την τετράδα. (Βέβαια, υπάρχαν και εκείνες οι dissenting, αν όχι voices, τουλάχιστον whispers, που εξέφραζαν την αμφιβολία τους για το κάτα πόσο οι μονάδες που χρησιμοποιούνται δεν έχουν συγκεκριμένο ταβάνι το οποίο κάποια στιγμή θα φανεί – σε μία συνομιλία με τον Μάρκο είχα πει, δεν το αναφέρω για να περιαυτολογήσω αλλά μάλλον για να δώσω τον τόνο, ότι η ομάδα ναι μεν έπαιρνε νίκες αλλά σου έδινε την αίσθηση ότι το γκάζι δεν μπορούσε να πάει παραπάνω).
Το Communication Breakdown ήταν αναπόφευκτο;
Αυτή τη στιγμή συσκοτίζεται η κατάσταση καθώς πέρα από όσα βλέπαμε όλοι ή τελοσπάντων αρκετοί των οποίων το μάτι είναι πιο εξασκημένο από κάποιων άλλων, υπάρχουν και οι συζητήσεις στα παρασκήνια, οι φήμες, οι ψευδείς πληροφορίες κοκ οι οποίες συγχέουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Την ίδια στιγμή που συσκοτίζεται η κατάσταση και το Language game μοιάζει να φεύγει από τα μάτια μας, δεν βρίσκω άλλη λύση από το να αντιστρέψω – φυσικά μη διεκδικώντας οποιαδήποτε φιλοσοφική ή μπασκετική δάφνη – την έκφραση και να στραφώ στη γλώσσα αυτή καθαυτή – να δω λίγο τη Game language – τη γλώσσα του παιχνιδιού, και να αναρωτηθώ: “Ξεχάσανε τη γλώσσα του παιχνιδιού κάποιοι”;
Ας αναφέρω πάλι δύο-τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:
– Ας πούμε ότι μία διάλεκτος που είχαν μάθει όλοι γύρω από την ομάδα ήταν εκείνη του p n r, με κεντρικό χειριστή της έκφρασης τον Σπανούλη. Ας πούμε ότι αποφάσισαν να εκφραστούν διαφορετικά – δεκτόν. Γιατί θα έπρεπε να μιλάνε πλέον μόνο μέσω Μιλού; Γιατί να μη συνδυαστεί ο ένας τρόπος εκφοράς του λόγου, ο παλιός, με τον καινούργιο, ώστε να μπορεί να μιλήσει τη γλώσσα η ομάδα με πειστικό τρόπο σε ανώτερο επίπεδο; – ανώτερο εννοώ με Ρεάλ, με ΤΣΣΚΑ, με Φενέρ…
– Πόσο καιρό λέμε ότι ο Πριντ μεγαλώνει, ότι χρειάζεται κάποιον να τον ξεκουράζει πειστικά, όχι απλώς να κάνει τον δεύτερο ρόλο. Αυτό δεν το βλέπει κανείς μέσα στην ομάδα; Αδύνατον. Υπάρχει μία ομερτά – η ελληνική λχ. – που αρνείται πεισματικά να ανοιχτεί στην ξένη γλωσσική ικανότητα;
– Γιατί μόνο ο Μιλού διακρίθηκε; Η διάκριση ήταν προϊόν ομαδικής δουλειάς ή ατομικής δουλειάς; Ήταν προϊόν επικοινωνίας ή ατομικής έκφρασης; Πόσα insta stories έχει ανεβάσει ο Μιλού; Δεν γνωρίζω.
Αυτά αποτελούν απορίες κάποιου που δεν είδε την ομάδα αρκετά, εν μέρει διότι απογοητεύτηκε στην πορεία, με τον τρόπο έκφρασής της μέσα στο γήπεδο. Φυσικά, αδυνατώ να πιστέψω ότι αυτή η ομάδα ξέχασε τη game language και αυτό με κάνει να πιστεύω ότι απλώς δεν ήθελε να πάρει μέρος στο language game – δεν μπορώ να γνωρίζω
τον λόγο, γι’ αυτό μιλάω και γενικά. Πολύ γενικά.
Τόσο γενικά θα έλεγα που διά της πλαγίου ή κάνοντας πεντάλ προς τα πίσω φτάνω στον εαυτό μου. Τι σε κάνει παρτάκια; Και φτάνοντας στον εαυτό μου συναντώ την εμβληματική φυσιογνωμία του Σπανούλη, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή η σιωπή του μου φάνηκε κάπως εκκωφαντική – εν μέρει επιβεβλημένη και από τον Μπλατ άραγε; Γιατί ο Σπαν δεν μίλησε; Ακόμη και το ηχογραφημένο τμήμα του τραγελαφικού language game στο οποίο συμμετείχε ο Ολυμπιακός δεν ήταν δικό του.
Οκ, θα δεχτώ ότι η διάθεση αποκλειστικά, όπως λέει και ο Σάββας, για τους αριθμούς του (του Σπαν) είναι προϊόν ενός πρωτόγονου ενστίκτου το οποίο προέρχεται από το ότι στο μυαλό του Σπαν η πρώτη μορφή μπάσκετ (ας πούμε κρομπάσκετ μανιόν) είναι ατομικό άθλημα. Ωστόσο, ειδικά για την ευρωλιγκάτη σεζόν, εμένα ο Σπαν μου έβγαζε παραίτηση, όχι λόγω ξενερώματος, αλλά επειδή λόγω εμπειρίας το έβλεπε να έρχεται. Γνώριζε. Όπως ίσως γνώριζαν και οι άλλοι Έλληνες αλλά αυτοί είναι πιο χαβαλέδες.
Οπότε ο Σπαν τι έκανε; Πήγε στη γαλαρία, φόρεσε στ’ αυτιά του το Walkman, και έβαλε στην κασέτα το Communication Breakdown – όχι πάντως το κομμάτι των FW. Τώρα το τι άκουσε ο καθένας – δεν ανέβασε ιδιαίτερα την ένταση στα ηχεία άλλωστε ο Σπαν – ε, αυτό είναι δική του υπόθεση.