Ο Ντούντα προσπαθούσε να εξισορροπεί ανάμεσα στο προσωνύμιο Σοφός (που του προσέδωσε ειρωνικά η Αράχνη του ελληνικού μπάσκετ) και στην παρορμητικότητα του Γιουγκοσλάβου που κουβαλούσε στο DNA του. Κλασικός ζυγός, πάντα σε διαμάχη με τον inner self του, αλλά η βιτρίνα έγραφε: Κορυφαίος προπονητής. Έλαμψε και θα λάμπει παντοτινά, όπως κι αν το δει κανείς, οποιοδήποτε χαρακτηρισμός κι αν του αποδοθεί.
Το ακόλουθο κείμενο επιμελήθηκε ο Κώστας Blitzkrieg.
Pink Floyd – Shine On You Crazy Diamond [Official Video]
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είναι ασυζητητί ο κορυφαίος προπονητής που πέρασε από τον πάγκο του Ολυμπιακού. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η διαπίστωση (πανθομολογούμενη, επαναλαμβάνω) φέρνει στο πίσω μέρος του μυαλού κάθε γαύρου που υπήρξε τουλάχιστον έφηβος στα 90’s έναν άλλον προπονητή, ο οποίος, αν και δεν ήταν τόσο επιτυχημένος, είχε τον τρόπο του με τους γαύρους. Δηλαδή, όσο και αν δεν υπάρχει σύγκριση μοιάζει να μπαίνει στο ζύγι η προσφορά του Ντούσαν – κάτι τόσο οξύμωρο που δεν έχει αντίστοιχό του (μάλλον) στην ιστορία των ομαδικών αθλημάτων στην Ελλάδα. Ούτως ή άλλως το ερυθρόλευκο τμήμα καλαθόσφαιρας είναι μοναδικό φαινόμενο παγκοσμίως.
Φέρνοντας στη μνήμη μου τον Ντούσαν Ίβκοβιτς και την πρώτη του παρουσία στον Ολυμπιακό – η πρώτη εικόνα, λοιπόν, που μου ήλθε στο μυαλό είναι αλγεινή. Θυμάμαι, στα σκαλιά του ΣΕΦ, έναν γαύρο να έχει γονατίσει μετά την ήττα από την Παρτιζάν το 98 (δεν θυμάμαι το σκορ με το οποίο είχαμε αποκλειστεί, δλδ δεν θυμάμαι χάσαμε στον πρώτο αγώνα και μετά έγινε το 2-0; Έκαναν με τη νίκη τους εκείνη το 2-1; Ήταν η πρόκριση στους τρεις αγώνες; Δεν θυμάμαι αλλά λίγη σημασία έχει), και να βρίζει με λιμανίσιο τρόπο τον Ίβκοβιτς (χρησιμοποιούσε μεν τον όρο «Δάσκαλος» αλλά πραγματικά με ευφάνταστα χυδαίο τρόπο).
Η πρώτη μου εικόνα, λοιπόν, μου δείχνει ότι ο Ντούντα δεν μπήκε στην καρδιά των γαύρων ούτε καν με εκείνο το περίφημο τριπλ κράουν, και το ιερό δισκοπότηρο της Ευρωλίγκας- στην πρώτη στραβή ο άλλος τον καταδίκασε. Και αυτό τον αδικεί, έστω και αν η καρδιά του γαύρου ανήκε στα 90’s στον άλλον, τον Ξανθό. [Ok, πιστεύω ότι στην περίπτωση Ιωαννίδη οι γαύροι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες – αυτοί που πίνουν νερό στο όνομά του ακόμη και σήμερα και αυτοί που αναδρομικώς τον καταδικάζουν για τα πάντα (ο υποφαινόμενος, όχι ότι έχει καμία σημασία, ανήκει στην πρώτη κατηγορία).]
Όμως, η αλήθεια είναι ότι ο Ντούντα ήταν εξίσου προσεγγίσιμος (αλλά με τον δικό του τρόπο) με τον Ιωαννίδη και πιστεύω εξίσου άρχοντας. Απλώς ήταν άτυχος να μπει στη σύγκριση με τον τύπο που εξέφρασε τον μέσο αγανακτισμένο γαύρο των πέτρινων χρόνων και που όρθωσε ανάστημα απέναντι στο βαρδινογιαννικό κατεστημένο (έστω και αν αυτό ήταν του ποδοσφαίρου). Ας σκεφτούμε π.χ. τον άλλον Ντούσαν της εποχής, τον Ντούσκο, που εκτός από αντιεμπορικός ήταν και πλήρως αντιπαθής (ακόμη και στο θέμα μαλλί, ο Ντούσκο με εκείνη την ανυπέρβλητα σιδηρά χωρίστρα μου προκαλούσε έναν ανεξήγητο εκνευρισμό, καθώς αντιπαραβαλλόταν με το ελαφρά επαναστατικό ξεθυμασμένο μαλλί του ξανθού ή την πιο στρατιωτικά πειθαρχημένη κόμμωση του Ντούντα – που μην ξεχνάμε, οι γαύροι συγχωρέσαμε ακόμη και όταν αποφάσισε να της προσδώσει κομοδινί απόχρωση – δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα αντιδρούσαμε σε εικόνα Ντούσκο με κομμοδινί χωρίστρα και αντιαισθητική φόρμα 90’s με τον Μελέτη Περσία με ανθυπολασπωτήρα δίπλα σε φωτό ποδοβόλεϊ). Όμως, εκείνος δεν είχε αντίπαλο δέος, δλδ με ποιον να συγκριθεί, με Μπλαχίν είχε παίξει καλή μπάλα η ομάδα, αλλά ήταν ανυπόληπτη διοικητικά.
Το ότι ήταν προσεγγίσιμος το μαρτυρά το γεγονός ότι η δεύτερη εικόνα που έφερα στο μυαλό μου ακούγοντας το δυσάρεστο (ok, ήταν η πρώτη, αλλά για λόγους δραματοποιίας έβαλα τη σκηνή με την Παρτιζάν) ήταν μία δισέλιδη συνέντευξη του μετά την κατάκτηση της Ρώμης (δεν θυμάμαι αν ήταν στο Φως ή στον Ελεύθερο Τύπο) με τον Ντούντα σε μια φωτογραφία να βρίσκεται στον περιστερώνα του. (Μάλιστα, κάπου είδα ότι ένας συνεργάτης του είπε πως μολύνθηκε από τα περιστέρια; Δεν είμαι σίγουρος).
Και αυτή η εικόνα δεν μπορεί παρά να σε κάνει να τον αγαπήσεις – δείχνει κάτι αρχοντικό και αυτή, κάτι βαλκάνιο, κάτι δεν γνωρίζω πώς να το χαρακτηρίσω (πχ σκεπτόμενος πάλι τον Ντούσκο, ε δεν θυμάμαι τίποτε, ίσως κάποιες γραβάτες αποθέωση της κακογουστιάς σε γλέντια στα μπουζούκια; Πόσο 90’s όλ’ αυτά…). Θυμήθηκα το “Ghost Dog – The Way Of The Samurai”, όπου ο Φόρεστ Γουϊτάκερ, σαν άλλος Ντούντα, διατηρεί έναν περιστερώνα όντας εκτελεστής της Μαφίας (ok too far-fetched, αλλά είχε το γούστο του).
Μία τρίτη εικόνα, πιο άβολη, είναι το ξεχαρβάλωμα της ομάδας εκείνης της Ρώμης, με τον Χόκινς (δεν τον έλεγαν;) στη θέση του Ρίβερς και ένα τεράστιο γιατί να πλανάται στην ατμόσφαιρα (αλλά ok, θα δεχτώ ότι δεν ήταν ο Ντούντα αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτό, ακόμη και ένα μέγεθος σαν του Ντούντα, δύσκολα θα μπορούσε να εξορκίσει τα μεταφυσικά απίθανα που λαμβάνουν χώρα, όπως ειπώθηκε, στο συγκεκριμένο τμήμα, συνοδευόμενα ενίοτε με μία ακατανόητη βλακεία των επικεφαλής).
Παρ’ όλ’ αυτά, από το πρώτο πέρασμα του Ντούντα, δεν του καταλογίζω τίποτε άλλο (πιστεύω ότι αδικήθηκε πολύ επειδή ακριβώς συγκρίθηκε με τον Ξανθό, και ενώ υπήρξε πιο επιτυχημένος, ο μέσος γαύρος υπήρξε ωστόσο πιο αυστηρός μαζί του) πέρα από το ότι δεν κατόρθωσε να φέρει τον Πέντζα στον Ολυμπιακό (με τη γνωστή σκηνή εκείνη, που μας έστειλε να δούμε τον μετέπειτα χρονικά την ίδια ημέρα τελικό ΟΥΕΦΑ, χωρίς να καταλάβουμε τι έγινε).
Και φυσικά κατανοεί κανείς ότι αυτή η «κατηγορία» απλώς αποδίδεται για να αποδοθεί.
Για το έπος του 2012 – και αφού ακολούθησαν όσα ακολούθησαν μετά την εγκατάλειψη της ομάδας από το Σωκ – λίγα μπορεί να πει κανείς. Καλύτερα τίποτε. Κάτι πήγαν να ψελλίσουν οι άσπονδοι φίλοι μας περί Υπνάουσκας αλλά ok καλύτερα να μασάς (ο Ύπνοβιτς έγινε Υπνάουσκας κλπ).
Απλώς αυτό που είναι γνωστό σε όλους – στον Ντούντα άρεσε να δουλεύει με underdogs, με τις βεντέτες δεν τα είχε ποτέ καλά. Διάβασα, ο ίδιος έλεγε, ότι με τον Πανιώνιο όλη η Ευρώπη έλεγε ότι έπαιζε το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη (δεν έχω λόγο να το αμφισβητήσω, θυμάμαι μάλιστα πολλούς συμμαθητές να γίνονται Πανιώνιος (στο μπάσκετ ε; Στα 90’s ήταν τόσο αναπτυγμένο το μπάσκετ στην Ψωροκώσταινα που πολλοί πιτσιρικάδες ισχυρίζονταν ότι ήταν άλλη ομάδα στη μπάλα και άλλη στο μπάσκετ χωρίς να τους θεωρούμε ανώμαλους) – αν και κυρίως λόγω Ζάρκο), όμως για τις κούπες θες και ντίβες εκτός από ομάδα που ρολάρει σαν βελόνα πάνω σε αψεγάδιαστο δίσκο. Βέβαια, και με Ρίβερς συνυπήρξε και με Σπαν.
Και ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ 97 και 12 – θυμάμαι το μυστικό για την κατάκτηση της κούπας ήταν η ψυχολογική αποφόρτιση των παιχτών. Πριν τους τελικούς, και στις δύο περιπτώσεις, οι ερυθρόλευκοι έκοβαν βόλτες. Πιο χαρακτηριστικά θυμάμαι που το 97 είχα διαβάσει, το δύσκολο ματς ήταν ο ημιτελικός (η Ολύμπια δεν ήταν;), όχι ο τελικός (τελικά κανείς δεν δίνει σημασία διαχρονικά στη Μπάρτσα).
Με τον Ντούντα μπορούσαν να το κάνουν. Με τον Ξανθό δυστυχώς όχι. Το δυστυχώς για τις λιγότερες κούπες που έχουμε, όχι αποχρώσα ένδειξη προτίμησης σε κάποιον από τους δύο. Διότι ένα κείμενο για τον Ντούντα δεν μπορεί να ολοκληρώνεται με τον τρόπο που αρχίζει.
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είναι ασυζητητί ο κορυφαίος Ευρωπαίος προπονητής.
Υ.Γ. Αυτό το «μπρε» που του απέδιδαν οι δημοσιογράφοι για να αιχμαλωτίσουν την προσεγγισιμότητά του, εμένα μου φαινόταν πάντοτε υποτιμητικό, σαν να ήθελαν να κλείσουν σε μπουκάλι ένα πνεύμα τόσο immense όσο ο Ντούντα, που στο τέλος τα έκαναν θρύψαλα όλα.