Δύσκολο εγχείρημα η ταύτιση τραγουδιού με τον τίτλο Quo Vadis που σημειολογικά επέλεξε ο Blitzkrieg. Η μετάφρασή του στα ελληνικά, είναι κατά κάποιο τρόπο μια ερώτηση του ύφους “πού βαδίζεις;” ή “πού πηγαίνεις;”. Αν η συγκεκριμένη ερώτηση απευθύνεται στον Μπαρτζώκα ή κατ’ επέκταση στον Ολυμπιακό, η απάντηση που βγαίνει αυθόρμητα και χωρίς κομπασμό: “Out For The Glory!”
HELLOWEEN – Out For The Glory (Official Music Video)
Το καλοκαίρι του 1999 ήταν εκπληκτικό για τον ποδοσφαιρικό Ολυμπιακό. Ο Σωκ, προφανώς μεθυσμένος από τη δυναμική που είχε δείξει ο Θρύλος την περίοδο 1998-1999, έφερνε στο λιμάνι τον Τζιοβάνι και τον Ζάχοβιτς, μεταγραφές όχι απλώς αεροδρομίου, αλλά που θα μπορούσαν να σε εκτοξεύσουν πάνω από τους 8 της Ευρώπης, όπου δεν είχες κατορθώσει να φτάσεις για ένα φύσημα του ανέμου (ή, κατ’ άλλους, για μία εγκληματική αλλαγή, εκείνη του Αμπονσά στη θέση του Καραπιάλη, που έκανε την ομάδα να υποχωρήσει στο κομβικό ματς με τη Γιουβέντους).
Ο ενθουσιασμός ήταν έκδηλος στους οπαδούς της ομάδας, με μόνο μελανό σημείο την παραχώρηση του Γεωργάτου στην Ίντερ – νομίζω πως ο Σωκ, αν δεν είπε, άφησε να εννοηθεί ότι οικονομικά ήταν επιβεβλημένη μια τέτοια κίνηση.
Το θέμα είναι – αυτό που ακολούθησε δεν ήταν αυτό που αναμέναμε. Ο Ζάχοβιτς αποδείχθηκε πριμαντόνα ολκής, ο Μπάγιεβιτς θυσιάστηκε για χάρη του Σλοβένου, ο τραυματισμός του Τζιοβάνι του στέρησε τη φόρα με την οποία είχε μπει στα γήπεδα (έκανε πλάκα σε Ελλάδα και Ευρώπη), ο ψυχισμός του Βραζιλιάνου αποδείχτηκε εξίσου πολύχρωμος με τα δάση του Αμαζονίου όπου φημολογείτο πως έκανε προπονήσεις μόνος του, το κενό του Γεωργάτου αποδείχτηκε δυσαναπλήρωτο (το ουδείς αναντικατάστατος στην περίπτωση του ποτέ δεν ίσχυσε).
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον μπασκετικό σύγχρονο Ολυμπιακό;
Και έχουν και δεν έχουν.
Βλέποντας προχτές τον Ολυμπιακό με τον ΠΑΟΚ στην Πυλαία, δεν μπορώ να πω ότι δεν εντυπωσιάστηκα από κάποιους αυτοματισμούς που βγάζει η ομάδα (και μάλιστα ενώ έλειπαν Σλούκας και Φαλ). Αυτοί ακριβώς οι αυτοματισμοί (λ.χ., ένα άτυπο ένα-δύο Παπανικολάου-Βεζένκοφ που δεν κατέληξε μεν σε καλάθι του Βεζένκοφ αλλά νομίζω του Μάρτιν), μου θύμισαν τις πτέρυγες της ομάδας εκείνης που παραλίγο να αποκλείσει τη Γιουβέντους και κατά την ταπεινή μου γνώμη έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο διαρκείας αν μπορώ να το πω έτσι, από τις ομάδες της περιόδου Σωκ (με το διαρκείας εννοώ συνεπές και σταθερό διότι εμφανίσεις κομήτη είδαμε και με Τζιοβάνι, και καλό ποδόσφαιρο επί Βαλβέρδε).
Και αναρωτήθηκα – αν οι εμφανίσεις αυτές δεν είναι προϊόν τυχαιότητας (και πώς θα μπορούσαν να είναι όταν γίνονται συστηματικά και με συνέπεια) και η ομάδα είναι έργο του Μπαρτζώκα τότε πού ακριβώς βρίσκεται σε έναν παραλληλισμό με εκείνη την ομάδα του Μπάγιεβιτς;
Είναι στην περίοδο πριν την απογείωση, είναι στο peak της, είναι ένα βήμα πριν την «αποσάθρωσή» της (το «αποσάθρωση» να χρησιμοποιείται βέβαια προσεκτικά –αποσάθρωση εννοούμε την καταστροφή της δυναμικής όχι την απώλεια των ηνίων– διότι και η ομάδα με Τζιοβάνι και Ζάχοβιτς κατά κάποιον τρόπο τα κεκτημένα τα διατήρησε παίρνοντας και άλλους εγχώριους τίτλους – αυτό που έχασε εντελώς ήταν την ευρωπαϊκή της προοπτική);
Δεν θα ρισκάρω να εκφέρω άποψη, ωστόσο θα τολμήσω να πω ότι η ομάδα του Μπαρτζώκα μου θυμίζει την ομάδα του Μπάγιεβιτς πριν την έλευση των Τζιοβάνι-Ζάχοβιτς (και, το σημαντικότερο, πριν την αποχώρηση Γεωργάτου, διότι εν τέλει αυτό θεωρώ ήταν που ξεχαρβάλωσε την ομάδα στερώντας της το καλύτερο δίδυμο που είχα δει ποτέ στην αριστερή πτέρυγα – αυτό που συνέθεταν ο Γεωργάτος με τον Τζόλε).
Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη ομάδα δεν έχει έναν σταρ – ok όπως λέει κι ο Μάρκος για σταρ άρχισε ο Σλούκας, αλλά στην πορεία φαίνεται τον ρόλο αυτό να διεκδικεί ο Μπαρτζώκας. Όπως δεν είχε σταρ και εκείνη η ομάδα του Μπάγιεβιτς. Αν κάποιος έμοιαζε με σταρ κατά τη γνώμη μου, το πιο κοντινό σε σταρ, ήταν ο Καραπιάλης – δεν ήταν απλώς το ατόφιο ταλέντο του, ήταν το γεγονός ότι γούσταρε και ότι είναι Γαύρος. Τον ρόλο του σταρ θα μπορούσε να επωμιστεί και ο Ίβιτς, βέβαια, που είχε ποδοσφαιρικό τσαμπουκά και ανάλογο του Καραπιάλη ταλέντο. Είναι ο Σλούκας κοντά σε αυτό που είχε ο Καραπιάλης ή ο Ίβιτς; Ας αρκεστούμε να πούμε ότι είναι το δεκάρι και ότι είναι καλός σε αυτόν τον ρόλο.
Έπειτα, η ομάδα του Μπάγιεβιτς είχε ένα δίδυμο επιθετικό που τα χνώτα του ταίριαζαν απολύτως και έπιναν νερό στο όνομά του – τον Αλεξανδρή και τον Γκόγκιτς (που όταν ήλθε τα σχόλια κυμαίνονταν από το παρακατιανό το κυπριακό πρωτάθλημα ως το τι φάτσα είναι αυτή για να γίνει μετά σύνθημα: “Ο παππούς πίνει χασίς και κόκα γεια σου Γκόγκα”). Ο τρόπος που αλληλοσυμπληρώνονταν στο γήπεδο ήταν απίστευτος. Επίσης, να υπενθυμίσω ότι το 98-99 ήταν η σεζόν εξιλέωσης του Αλεξανδρή, με εκείνη τη γκολάρα επί του Άγιαξ. Δεν νομίζω μετά από εκείνη τη σεζόν να είπε ποτέ κανείς τίποτε εις βάρος του Αλέξη.
Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στον σύγχρονο μπασκετικό Ολυμπιακό; Θα έλεγα ότι η συνύπαρξη Ντόρσεϊ και Βεζένκοφ στην επίθεση είναι κάτι εξίσου ικανοποιητικό – ποτέ δεν βρίσκουν ο ένας πάνω στον άλλον, ενώ μπορούν να αλληλοσυμπληρώνονται με τον τρόπο που το έκαναν κάποτε οι Διόσκουροι της ποδοσφαιρικής επίθεσης. Για το ότι ο Βεζένκοφ είναι ο απόλυτος στρατιώτης του Μπαρτζώ δεν χωρά αμφιβολία, νομίζω δε ότι και ο Ντόρσεϊ είναι ευχαριστημένος με τον ρόλο του.
Το αληθινό αριστούργημα σε επίπεδο σύνθεσης, όμως, στον ποδοσφαιρικό Ολυμπιακό ήταν τα άκρα – δλδ. ο Τζόλε με τον Γεωργάτο από τη μία, και ο Γιαννακόπουλος με τον Μαυρογενίδη από την άλλη. Αυτοί, τότε, όσοι ήμαστε μικρότεροι, απλώς το νιώθαμε, ωστόσο κάποιος που είχε δει περισσότερα χρόνια μπάλα μπορούσε εύκολα να καταλάβει, δίνανε απίστευτες παραστάσεις με τον τρόπο που «έπνιγαν» τις γραμμές ανάσχεσης των αντιπάλων.
Για τον Τζόλε τι να πει κανείς, αυτός ήταν/είναι ο πιο σημαντικός ξένος του Ολυμπιακού του Σωκ (και γεγονός είναι ότι πρέπει να του αναγνωρίσουμε πως κατόρθωσε να τον κρατήσει στην ομάδα). Αλλά και οι άλλοι τρεις ήταν απίστευτοι, με στιγμές ποδοσφαιρικής μαγείας κλπ. Όλα αυτά τα χιλιοειπωμένα.
Τώρα, η αλήθεια είναι πως κάτι αντίστοιχο δεν υπάρχει στον σύγχρονο μπασκετικό Ολυμπιακό. Δεν υπάρχει; Λοιπόν, σε αυτό το σημείο πρέπει να βγάλουμε το καπέλο στον Μπαρτζώ, ο οποίος έχει κατορθώσει χωρίς τα αντίστοιχα οικονομικά μέσα που είχε ο Μπάγιεβιτς στη διάθεσή του να καταστρώσει μέσα στο παρκέ κάτι αντίστοιχο ανάπτυξης χρησιμοποιώντας όλα του τα διαθέσιμα υπόλοιπα όπλα – Παπανικολάου, ΜακΚίσικ, Γουόκαπ, είναι φανερό πως ο Μπαρτζώ δεν έχει βάλει απλώς το χεράκι του, αλλά έχει κάνει ένα ταχυδακτυλουργικό που μέχρι στιγμής του βγαίνει.
Είχε η ομάδα του Μπάγιεβιτς αδύναμα σημεία; Ναι είχε, υπήρχε γκρίνια για την άμυνα που ναι μεν είχε φιλότιμους εργάτες, αλλά δεν είχε ποτέ κάτι αντίστοιχο του Μέλμπεργκ π.χ., που έφερε αργότερα ο Σωκ ή του Νοβοσέλατς, που όπως λένε οι παλιότεροι ήταν ηγετική φυσιογνωμία. Τα εξάρια, επίσης, χμ, συμπαθής ο Ηλίας Πουρσανίδης, αλλά ok προφανώς, δεν ήταν Καρεμπέ. Ο Ζάχοβιτς δε ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία να μας κάνει τη χάρη να προσπαθήσει να βοηθήσει.
Έχει κενά η ομάδα του Μπαρτζώ; Σαφώς, αλλά υποθέτω, “you win some-you lose some”. Ναι, έπρεπε να κάνουν σοβαρότερη κίνηση οι Αφοί από την κίνηση που έκαναν, ναι ίσως έπρεπε να κάνουν και άλλες, αλλά ας συνυπολογίσουμε τα οικονομικά και το ότι δεν γνωρίζουμε τι σκεφτόταν ο προπονητής – ίσως να θεωρεί ότι αυτή η χημεία που έχει βρει αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, τον βολεύει.
Αναπλήρωνε τα κενά η ομάδα του Μπάγιεβιτς; Ναι, όσο μπορούσε επειδή το κλίμα ήταν καλό στα αποδυτήρια – ακόμη και με την ύπαρξη της τριπλέτας Ελευθερόπουλου, Ανατόλ, Γεωργάτου, να σημειώσουμε. Δεν υπήρχαν όμως βεντέτες.
Αναπληρώνει τα κενά αυτή του Μπαρτζώκα; Ναι, το κλίμα είναι προφανώς καλό στα αποδυτήρια και αυτό επειδή κανείς δεν βεντετίζει.
Οπότε;
Θα πάει φάιναλ φορ η ομάδα; Άγνωστο. Μπορεί και να αποκλειστεί, νομίζω ότι η βασική της διαφορά από εκείνη του Μπάγιεβιτς του 98-99 είναι ότι χτίζει το μέταλλό της αυτή τη στιγμή, κάπως σαν να μην το περίμενε και η ίδια αυτό – όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι με την οχτάδα στην αρχή της σεζόν, ξαφνικά πρέπει να επωμιστεί τον ρόλο του έχοντος πλεονέκτημα έδρας στα προημιτελικά.
Θα πάρει το πρωτάθλημα; Εκεί είναι το κρίσιμο σημείο. Όλοι κατά βάθος θέλουν ένα τρόπαιο ευρωπαϊκό, θα ήταν ανόητο να ισχυριστεί κάποιος το αντίθετο. Όμως, το πραγματικό στοίχημα είναι η κατάκτηση των εγχώριων πρωτείων. Θα είναι πισωγύρισμα αν δεν το πάρει, έτσι όπως εμφανίζεται τουλάχιστον ο βασικός της αντίπαλος.
Με λίγα λόγια, η ομάδα αυτή του Μπαρτζώ δείχνει να έχει τη δυναμική εκείνης του Μπάγιεβιτς, να βρίσκεται δλδ. κοντά στην απογείωση, αλλά σημαντικό είναι να διατηρηθεί η ίδια. Η έλευση ενός Τζιοβάνι (αν και για να μην αδικούμε τον Βραζιλιάνο Μάγο, ο οποίος ήταν το απόλυτο soft spot του γαύρου λόγω των απίστευτων ικανοτήτων του με τη μπάλα στα πόδια, ο τραυματισμός εκείνος στέρησε τον πραγματικό Τζιοβάνι και όσα μπορούσε να δώσει απολύτως υγιής στον Θρύλο –από τους χιαστούς δεν επέστρεψε ποτέ πλήρως αποκατεστημένος, ίσως εν μέρει και λόγω ψυχολογίας, πάντως δεν τους άφησε πίσω του με τον τρόπο που το έκανε λ.χ. ο ελαφρύτερος Τζόλε), λάθος όχι η έλευση ενός Τζιοβάνι, η έλευση μεταγραφών ενθουσιασμού, όπως π.χ. ενός μπασκετικού Ζάχοβιτς, και κυρίως η
απώλεια κάποιου νευραλγικού κρίκου της αλυσίδας (κάτι αντίστοιχο με την απώλεια Γεωργάτου) μπορεί να αποτελέσει στρατηγικό λάθος ολκής.
Διότι, για να επιστρέψουμε λίγο στην αρχή της κουβέντας, ο Ολυμπιακός αυτή τη στιγμή στο μπάσκετ είναι απολαυστικός – αυτό είναι το Δάσος. Και καλό είναι να μη χαθούμε στα δέντρα.
Υ.Γ. Κάποια σχόλια περί αδύναμης Ευρωλίγκας, αδιαφορίας αντιπάλων, συνδρομής Μπερτομέου, πρέπει να τα παίρνει κανείς τόσο στα σοβαρά όσο ενδεχόμενη δικαιολογία σε περίπτωση κατάκτησης της Ευρωλίγκας από μέρους του Ολυμπιακού λόγω πολέμου και απουσίας της Τσεεσκά.