
Ο τίτλος του πονήματος του Κώστα, θα μπορούσε να ήταν μια αναφορά στον προπονητή και στα εσώψυχά του ή στις αντιδράσεις του, αναφορικά με τις φωνές ή τα αντίστοιχα ευχολόγια. Τέτοια σχόλια μπορούν να παρερμηνευτούν ως κακεντρεχή και στοχευμένα. Δεν είναι αυτός ο στόχος. Ο στόχος είναι ο έλεγχος των συναισθημάτων.
Όμως, ας επικεντρωθούμε στο δάσος κι όχι στο δέντρο. Το δάσος είναι η ομάδα. Η ομάδα του προπονητή. Ο στόχος επιτεύχθηκε. Ο Ολυμπιακός είναι πλέον η ομάδα του Μπαρτζώκα. Μια ομάδα που θα δουλεύει τέλεια σαν ελβετικό ρολόι (ευελπιστούμε σε μόνιμη βάση και με κάθε αντίπαλο) και θα φτάσει μέχρι το τέλος κάθε διαδρομής (διαδρομή=στόχος=τρόπαιο).
Ποιες οι δυνατότητες της συγκεκριμένης ομάδας; Περιορισμένες, σύμφωνα με όσους δεν είναι του κανόνα “μάλιστα αφεντικό”. Η συγκεκριμένη φετινή δημιουργία του Μπαρτζώκα, θα λειτουργεί εντός λογικών αθλητικών ορίων. Within The Bounds. Για να κατακτήσει τρόπαιο-α, θα χρειαστεί να λειτουργήσει εκτός ορίων…
Fates Warning – Life In Still Water
Γενικά, είμαι επιφυλακτικός απέναντι στις υπερβολικές δηλώσεις αυτοπεποίθησης – ή
τουλάχιστον απέναντι σε δηλώσεις που εγώ (και αυτό θα πει υποκειμενικά) εκλαμβάνω ως υπερβολικές δηλώσεις αυτοπεποίθησης.
Αυτό το «we ‘re just a pack of hungry dogs» που έλεγε πέρυσι ο Γουώκαπ οπωσδήποτε ακουγόταν στ’ αυτιά μου κάπως υπερβολικό – ομολογώ, ωστόσο, πως κάθε άλλο παρά ήταν εν τέλει. Εννοώ, κατά 99% δεν ήταν αυτοπεποίθηση, ήταν αλήθεια – αυτό το 1% όμως που υπολείπεται χάθηκε μαζί με την κούπα την καλή στον τελικό με τη Ρεάλ.
«Περσινά ξινά σταφύλια».
Θα μου πεις και θα έχεις δίκιο. Οπότε ας μιλήσουμε για κραυγές.
Δηλαδή, θέλω να πω, ας αφήσουμε τις αγέλες κατά μέρος – μια και λείπει, πλέον, ένα βασικό, το βασικότερο μάλλον, μέλος της, και ας αναπροσαρμόσουμε τις απαιτήσεις μας για την Ευρωλίγκα που μόλις άρχισε.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για κραυγές – αγγλιστί Scream.
Brainstorming.
Τι είδους κραυγή περιμένουμε από την ομάδα;
Scream – το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το διασκεδαστικότατο, οφείλω να ομολογήσω (παρά το γεγονός ότι δεν είμαι φαν των ταινιών τρόμου και δη των splatter), Scream του 1996 που δεν σκηνοθέτησε κάποιος τυχαίος αλλά ολόκληρος Wes Craven.
(Νόμιζα ότι ήταν του 1997, παιχνίδια της μνήμης, και μάλιστα έχω την αίσθηση ότι έχω δει κάποιο από το franchise στο σινεμά, αλλά δεν είμαι καν σίγουρος τελικά ότι είναι της σειράς Scream και όχι της παρωδίας του, του Scary Movie – δείγμα του ότι ο θεατής συχνά εκλαμβάνει το είδος θεάματος που επιλέγει να δει με μάτια που δεν είναι μόνο υλικά αλλά συχνά γίνονται και αντικείμενο πλάνης της ίδιας της Μνήμης – αλλά αυτό λίγο-πολύ είναι μία μεγάλη συζήτηση… Ας κρατήσουμε από το πρώτο (δηλαδή το κανονικό, που θέτει τον κανόνα των κραυγών) Scream το τέλος του, που θα επικαλεστούμε αργότερα).

Άλλες κραυγές;
Ναι – πάλι προερχόμενες κυρίως από τη μνήμη – υπάρχει το In space none can hear you scream της αφίσας του Επιβάτη του Διαστήματος, της ανεπανάληπτης αυτής ερωτικής ιστορίας ανάμεσα στη Σιγκούρνι και τον τύπο γεμάτο σωματικά υγρά και σαγόνι. Το U get tired of screaming when u re not reaching anyone των Fates Warning που για κάποιο λόγο επικαλείται ο Matheos ή ο Φακίνος (ή ο δημοσιογράφος που πήρε το interview και μετέφρασε έπειτα ο Φακίνος) στο δισέλιδο εκείνο του Metal Hammer με την τρομερή συνέντευξη για το Parallels, η οποία στάζει ειλικρίνεια και μαχαίρι όπως η υγρή γνάθος του Alien. To I scream, u scream, we all scream for ice cream στην παρωδία του Τζάρμους με τον Μπενίνι και τον Waits.
Αν, δηλαδή, κάτσεις και σκεφτείς υπάρχουν ένας σωρός κραυγές για να επιλέξεις τη δική σου (πρόχειρα και επί τροχάδην υπάρχει και το έργο του Νορβηγού ζωγράφου με τον ομώνυμο τίτλο, καθώς επίσης, έχω την αίσθηση, και ένα Battle Cry που μάλλον αποτελεί κοινό τόπο στο επικό και power metal).
Νομίζω είναι αυτονόητο.
Πως αυτό που περιμένουμε από την ομάδα είναι μία πολεμική (τουλάχιστον) κραυγή –
δηλαδή το γνωστό Refuse To Lose σε μία ανανεωμένη εκδοχή του, ίσως όχι τόσο ελκυστική εμπορικά, αλλά οπωσδήποτε ικανή να οδηγήσει την ομάδα στη δική της γη της επαγγελίας (ή έστω στις ταράτσες του κόσμου που έλεγε και ο συγχωρεμένος στον Κύκλο των Χαμένων
Ποιητών https://www.youtube.com/watch?v=S6xyHna-NuM
(τον Χώουκ τον λένε Todd στην ταινία, η ταινία αναφέρεται στους Dead Poets, και ο θάνατος στη Γερμανική είναι Tod – πλάκα είχε αυτός ο ειρμός).)
Τεσπά, χρειαζόμαστε ένα barbaric YAWP (αυτό κάνει και για ακροστιχίδα – βάλτε εσείς τα αρχικά) για να τρυπήσουμε το ταβάνι και να φτάσουμε over the rooftops of the World που
λέει και ο Γουώλτ Γουίτμαν).
Είναι ικανός να εμπνεύσει πολεμικά αισθήματα ο Μπι;
Σαφώς – κάτι τέτοιο δεν τίθεται εν αμφιβόλω. Έχει τα παράσημά του, αποκτηθέντα στο πεδίο της μάχης και μάλιστα έναντι όχι ενός ευκαταφρόνητου αντιπάλου αλλά του κυρίως αντίπαλου δέους. Το 18-1 δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλλά ούτε και η κυριαρχική παρουσία στην Ευρωλίγκα.
Ούτε βέβαια ο αιθέριος τρόπος παιχνιδιού, με αυτά τα κόλπα που δεν καταλαβαίνω και
καταλήγουν σε κάποιο ελεύθερο τρίποντο και απόλαυση για τα μάτια.
Ok, σκηνοθετικά δεν θα έλεγα πως έχει την πληθωρικότητα του Orson Welles (μάλλον στη θέση αυτού θα έβαζα τον Ντούντα), ούτε την αναπαραστατική δύναμη του Σκορτσέζε (γι’αυτόν θα προόριζα τον Ξανθό), αλλά κανείς δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσει αυτό τον αιθέριο (δεν τον επαναλαμβάνω τυχαία τον όρο) τρόπο παιχνιδιού, που παραπέμπει στον αγαπημένο Peter Weir (σκηνοθέτη του, απαράδεκτου κατά τη γνώμη μου, Κύκλου των Χαμένων Ποιητών, αλλά και σπουδαίων ταινιών όπως το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων ή η Ακτή του Κουνουπιού).
Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων είναι η πιο αιθέρια ταινία που έχω δει ποτέ – και όμως είναι μία ιστορία μυστηρίου, ένα σχεδόν μεταφυσικό θρίλερ όπως αυτά που συχνά σου επιφυλάσσει το τελευταίο λεπτό ενός αγώνα μπάσκετ. Και ο οποίος, σε αντίθεση με την κινηματογραφική άσκηση, απαιτεί φυσικά να έχει μία λύση – η οποία ισούται με τη νίκη της ομάδος σου – για να ευχαριστηθείς το αποτέλεσμα.

Το θέμα είναι.
Πώς θα σκηνοθετήσει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης ένα βαρβαρικό YAWP (You All War Protagonists;) όταν η κύρια άσκησή του είναι ο αραχνοΰφαντος τρόπος παιχνιδιού;
Ένας καλός σκηνοθέτης μπορεί να γυρίζει μία διαφορετική ταινία με ίδιους τρόπους – ένας
άριστος μία ίδια με διαφορετικούς τρόπους. Αυτό είναι που διακρίνει τον άριστο από τον καλό σκηνοθέτη. Γι’ αυτό αναγνωρίζουμε και τη σκηνοθετική ματιά ενός μεγάλου σκηνοθέτη οτιδήποτε δικό του και αν δούμε και δεν γνωρίζουμε τον δημιουργό του εκ των προτέρων. Και ο Μπι έχει (απο)δείξει πως είναι – ή πως μπορεί να είναι – άριστος σκηνοθέτης.
Εμείς θέλουμε να δούμε την ίδια ταινία – τον τελικό της Ευρωλίγκας δηλαδή με εμάς συμμετέχοντες (με φυσικά ένα διαφορετικό φινάλε από το περσινό). Έχει τα υλικά ο σκηνοθέτης για να γυρίσει όμως την ίδια ταινία;
Το Budget.
Ή ανθρώπινο δυναμικό, για να ακριβολογούμε.
Καλώς ή κακώς, είμαστε μείον ένας από πέρυσι. Ο στρατιώτης Ράιαν πέρασε τον Ατλαντικό,
απαχθείς από φίλιες προς εμάς υποτίθεται δυνάμεις. Εμένα ο Spielberg ποτέ δεν μου άρεσε, και γεγονός είναι ότι ο Σάσα υπέκυψε στους όρους του χολιγουντιανού I love this Game (και αν κάτι είναι συνώνυμο του μπάσκετ είναι το NBA – να άλλο ένα σημάδι, το Spiel στην Ελληνική σημαίνει Παιχνίδι).
Λείπει, όμως, μόνο ο Ράιαν; Μήπως λείπουν και δύο έγχρωμοι καρατερίστες που όμως εναλλάσσονταν επιτυχώς ως προς τις περιόδους φόρμας και ντεφορμαρίσματός τους και
συμπλήρωναν μοναδικά το παζλ;

Και αν η έλευση Μιλού οπωσδήποτε αναπλήρωσε – ή έστω έντυσε διαφορετικά τα πλάνα του Μπι – το κενό του ενός εκ των δύο, η έλευση Τανούλη απλώς δημιούργησε ένα καινούργιο κενό που δεν μπορεί να ντύσει κανένα μοντάζ (– τα Διαβατήρια! )
Και αν υπάρχει, ας πούμε, λειψανδρία ως προς το καστ – λειψανδρία που αντικατοπτρίζεται στα κενά που όλοι γνωρίζουμε πως υπάρχουν ή στα υποκριτικά καλέσματα στα οποία πρέπει να ανταποκριθούν επιτυχώς άτομα που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν σε κάπως «αναλώσιμους» ρόλους ή στις σκηνοθετικές προκλήσεις στις οποίες καλείται να ανταπεξέλθει ο Μπι – αν υπάρχει λειψανδρία, τι είδους πολεμικό έργο πρόκειτ αι να δούμε;
Διότι, αγαπητοί συν-θεατές υποπτεύομαι πως εν τέλει μας προετοιμάζουν για θρίλερ. Και τι θρίλερ μάλιστα!
(Διότι με ένα μπάτζετ χαμηλοτάβανο το θρίλερ μπορεί να γίνει κάλλιστα b-movie – και δεν εννοώ ταινία του Μπι, από αυτές που μας αρέσει να βλέπουμε, αλλά ταινία β΄ διαλογής.
Η Καλόγρια (ή, για να συνοψίζουμε).
Δεν το περίμενα, μια και κάποια στιγμή καθώς κοιμόμουν είδα την τηλεόραση να παίζει μία
ταινία ονόματι Η Καλόγρια και υπέθεσα πως θα είναι από τις γνωστές μαλακιάρες που τόσο
συχνά μας αναγκάζουν να υποστούμε εν ονόματι κάποιου είδους τρόμου, αλλά διάβασα
αργότερα (δεν είδα την ταινία) πως είναι τίμια προσπάθεια κλπ.
Αναρωτιέμαι πλέον αν το όνομα που ακουγόταν τόσο καιρό και που ποτέ δεν ήλθε – ένα όνομα που θα χάριζε τη λάμψη του Χόλυγουντ και, ελπίζουμε, την ουσιαστική συνεισφορά ενός Λεονάρντο Ντι Κάπριο (βάλτε όποιον θέλετε) στην προσπάθεια της κατάκτησης της Ευρωλίγκας – αναρωτιέμαι μήπως αυτό το όνομα κατά κάποιο τρόπο οριοθετεί τις φιλοδοξίες των παραγωγών της ταινίας που θα σκηνοθετήσει ο Μπι.
Και, όσο περίεργο και αν ακούγεται, για την ακρίβεια η απουσία του παρά η παρουσία του
τις οριοθετεί.

Και φοβάμαι μήπως αντί για την Καλόγρια δούμε καμία άλλη γραία που θα έχει αντί για α, ω στο πρώτο συνθετικό και έτσι αντί για πολεμική κραυγή, έστω τρόμου, ακούσουμε κανένα περιπαικτικό I scream U scream κλπ και πάρουμε αντί για Κύπελλο, κυπελλάκι παγωτό.
Η Μνήμη.
Ως παράγων θέασης (κινοθέασης θα το ονόμαζα καθώς η τηλεθέαση είναι κάτι βδελυρό) είναι εν τέλει κάτι πολύ σημαντικό.
Διότι ο συγκεκριμένος, εγώ δλδ, μπορεί να μη θυμάται ποια ακριβώς ταινία της σειράς Scream (μην πω μάλιστα της σειράς Scary Movie) είδε, αλλά θυμάται πολύ καλά πως στο πρώτο Scream ο ένοχος ήταν
SPOILER
(αν και, όπως έχει ειπωθεί, έχει ήδη παρέλθει τόσος καιρός ώστε δεν δικαιολογείται κανείς να ΜΗ γνωρίζει)
δύο άτομα και όχι ένας (όσοι οι παραγωγοί, ας πούμε, της ταινίας που ετοιμάζει ο Μπι), και
μάλιστα είχαν πει την ακόλουθη τρομερή ατάκα:
«Δεν μας έκαναν οι ταινίες τρόμου serial killers, μας έκαναν απλώς πιο εφευρετικούς!»
Άρα.
Αυτό που θέλω να πω, μετά από τόση ζάχαρη, είναι ότι φοβάμαι μήπως η ταινία την οποία θα δούμε θα είναι εν τέλει όχι το Battle Cry αλλά κανένα Battle Lie.
Δεν θέλουμε να είμαστε θεατές του ίδιου έργου – και για να γίνουμε ενός διαφορετικού, χρειαζόμαστε το magic touch του σκηνοθέτη τη συνδρομή (δοτική) ενός μεγάλου πρωταγωνιστή (όχι απαραίτητα ονόματος) και όχι το ίδιο σενάριο με διαφορετικούς πρωταγωνιστές που δεν εμφανίζονται (τελικά) στη σκηνή.











